κακοποιά

κακοποιά
κακοποιός
doing ill
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ДЕМОКРИТ —    • Democrltus,          Δημόκριτος, родился в городе Абдера между 470 460 гг. до Р. X., следовательно, был намного моложе Анаксагора и был еще в живых во времена Сократа. Отец его, рассказывают, был очень богат и угостил Ксеркса у себя в доме… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σκίταλοι — οἱ, ΝΑ μυθ. πονηροί δαίμονες, λάγνοι και φιλήδονοι, προστάτες τών απατεώνων εμπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. Κόβαλοι «κακοποιά δαιμονικά όντα»). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το όνομα Σκίτων] …   Dictionary of Greek

  • αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… …   Dictionary of Greek

  • ανάτρηση — Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα …   Dictionary of Greek

  • ζιγκολέτ — και ζιγκολέτα, η κορίτσι τού δρόμου, νέα γυναίκα ελευθέριων ηθών, που συναναστρέφεται με κακοποιά στοιχεία, απάχισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolette, θηλ. τού gigolo] …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανεία — η (AM μαγγανεία) [μαγγανεύω] 1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.) 2. απάτη με διάφορα μέσα νεοελλ. 1. η τέχνη τής επικοινωνίας με τον απόκρυφο …   Dictionary of Greek

  • Βαλπούργεια νύχτα — (Walpurgisnacht). Σύμφωνα με τη γερμανική λαϊκή παράδοση, τη νύχτα της 30ής Απριλίου προς την 1η Μαΐου, μάγισσες και διάφορα άλλα κακοποιά πνεύματα φτάνουν πάνω σε σκούπες και τράγους στην κορυφή του βουνού Χατζ και επιδίδονται, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”